ἴγδις

ἴγδις
ἴγδις, -εως
Grammatical information: f.
Meaning: `mortar' (Sol., Com., AP )
Other forms: Also ἴγδη f. (Hdn. Gr., Hp.)
Derivatives: Diminutive ἰγδίον (Gp., Paul. Aeg.) and the verbal noun ἴγδισμα (as from *ἰγδίζω `pound the mortar'), (also) name of a dance (EM, Suid.; cf. Lawler ClassJourn. 43, 34).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: The form resembles λίγδος `mortar' (Güntert Reimwortbildungen 158). If not a LW [loanword], which is quite possible for a technical term. (Hardly to ἴκταρ, ἴξ (s. vv.) nor to αἰχμη (s.v.). - Fur. 351 thinks it is Pre-Greek (note -γδ-); on λ-\/zero Fur. 392, 7.
Page in Frisk: 1,707-708

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ίγδις — ἴγδις, εως και ἴγδη, ἡ (Α) 1. το γουδί 2. είδος χορού. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με το λίγδος «πηλός» και έχει παράλλ. τ. ίγδη] …   Dictionary of Greek

  • ἴγδις — ἴγδῑς , ἴγδις mortar fem acc pl (epic doric ionic aeolic) ἴγδις mortar fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἴγδει — ἴγδις mortar fem nom/voc/acc dual (attic epic) ἴγδεϊ , ἴγδις mortar fem dat sg (epic) ἴγδις mortar fem dat sg (attic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἴγδη — ἴγδις mortar fem nom/voc/acc dual (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἴγδης — ἴγδις mortar fem nom/voc pl (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἴγδιν — ἴγδις mortar fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αιχμή — Το μυτερό πρόσθιο άκρο διαφόρων σύγχρονων εργαλείων ή όπλων (όπως το ξίφος και η ξιφολόγχη) καθώς και όπλων του παρελθόντος (όπως το βέλος, το δόρυ κ.ά.). Η α. είναι ένα από τα αρχαιότερα δημιουργήματα του ανθρώπου. Η επινόησή της χάνεται στα… …   Dictionary of Greek

  • γουδί — Συνοικία της Αθήνας, που βρίσκεται σε απόσταση τριών χιλιομέτρων από την πλατεία Συντάγματος. Η περιοχή συνδέεται ιστορικά με το κίνημα που πραγματοποίησαν αξιωματικοί της φρουράς της Αθήνας και του ναυτικού, μέλη του Στρατιωτικού Συνδέσμου, στις …   Dictionary of Greek

  • γουλί — το (Μ γουλίν) 1. κοτσάνι, βλαστός τών λάχανων νεοελλ. 1. μικρή, στρογγυλή πέτρα με λεία επιφάνεια 2. φρ. «κουρεύτηκε γουλί» έκοψε εντελώς τα μαλλιά του μσν. είδος τεύτλου, γούλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < *αγλίον, υποκοριστικός τ. τού αρχ. άγλις, με αποβολή… …   Dictionary of Greek

  • ιγδίον — τὸ (ΑΜ ἰγδίον Μ και ἰγδίν) το γουδί. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποκορ. τού ουσ. ιγδίς*. από τον τ. ιγδίον προήλθε ο νεοελλ. τ. γουδί*] …   Dictionary of Greek

  • ιγδοκόπανον — ἰγδοκόπανον, τὸ (Α) το γουδοχέρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ίγδις + κόπανον] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”